ζάφειρος

ζάφειρος
ζάφειρος, ὁ (Μ)
ο πολύτιμος λίθος σάπφειρος, το ζαφείρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαφείρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαφειρομπάλασο — ζαφειρομπάλασο(ν), τὸ (Μ) ζαφείρια και ρουμπίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάφειρος + balascio «πολύτιμος λίθος, παραλλαγή τού ρουμπινιού»] …   Dictionary of Greek

  • ζαφειροξομπλιασμένος — ζαφειροξομπλιασμένος, η, ο (Μ) στολισμένος με ζαφείρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάφειρος + ξομπλιασμένος (< ξομπλιάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”